Κυπριακό δικαστήριο χαρακτηρίζει παράνομα τα συμφωνητικά των υποψηφίων με τα κόμματά τους για διάθεση μέρους του μισθού τους ή των επιδομάτων που δικαιούνται στη διάρκεια της θητείας τους. Η περίπτωση του Δ. Παπαδάκη και της ΕΔΕΚ. Τι προβλέπει ο κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για τον μισθό των ευρωβουλευτών, τη μηνιαία δαπάνη 25.000 για μισθούς συνεργατών και το μηνιαίο επίδομα γραφείου 4.500 ευρώ.
Μια απόφαση από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας δημιουργεί δεδικασμένο για όλους τους ευρωβουλευτές των 27 κρατών-μελών της Ε.Ε. Το δικαστήριο επιβεβαίωσε με τον πιο σαφή τρόπο ότι είναι παράνομο να χρηματοδοτούνται άμεσα ή έμμεσα εθνικά κόμματα με χρήματα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, παρότι αυτό γίνεται ευρύτατα σε όλες τις χώρες.
Αλλωστε, αυτό προβλέπεται και στον κανονισμό του Ευρωκοινοβουλίου, το οποίο έχει επανειλημμένως «καταδικάσει» ευρωβουλευτές για παρόμοιες πράξεις, απαιτώντας μάλιστα και επιστροφή χρημάτων από αυτούς. Η ιδιοτυπία της δικαστικής απόφασης στην Κύπρο σπάει έναν κώδικα σιωπής μεταξύ ευρωβουλευτών και των κομμάτων με τα οποία εκλέγονται, σύμφωνα με τον οποίο η παράκαμψη της γενικής απαγόρευσης χρήματα του Ε.Κ. να περνάνε στα κόμματα γίνεται χωρίς εξαναγκασμούς, διακριτικά και σε κάθε περίπτωση χωρίς να διακηρύσσεται.
Ολα ξεκίνησαν όταν πριν από τις ευρωεκλογές του 2019 το κυπριακό κόμμα της ΕΔΕΚ ζήτησε από τους υποψηφίους του να υπογράψουν ένα συμφωνητικό. Σε αυτό, οι υποψήφιοι για την Ευρωβουλή έπρεπε να συμφωνήσουν ότι το 10% του καθαρού μισθού τους θα πήγαινε στο κόμμα, πως η επιλογή των προσώπων για ταξίδια στις Βρυξέλλες θα τελεί υπό τη σύμφωνη γνώμη ή αίρεση του κόμματος και πως για τις εκδηλώσεις θα υπήρχε συνεννόηση με το κόμμα.
Δεν προέβλεπε μόνο αυτά ωστόσο το συμφωνητικό. Οι ευρωβουλευτές έπρεπε να συναινέσουν ότι το επίδομα για τα έξοδα γραφείου, περίπου 4.500 ευρώ τον μήνα, θα δινόταν στο κόμμα για τη λειτουργία «Γραφείου Ευρωβουλής». Επίσης, πως το 50% του μηνιαίου ποσού που δίνεται από την Ευρωβουλή για τους μισθούς των συνεργατών, ύψους περίπου 25.000 ευρώ, θα πήγαινε επίσης στο κόμμα!
Ο ευρωβουλευτής της ΕΔΕΚ Δημήτρης Παπαδάκης που ήταν υποψήφιος το 2019, έχοντας ήδη ολοκληρώσει μία θητεία στην Ευρωβουλή, αρνήθηκε να υπογράψει τη συμφωνία ως είχε. «Από την πρώτη στιγμή επέμεινα ότι πρόκειται για παράνομη συμφωνία η οποία δεν μπορεί να εκτελεστεί εξαιτίας των κανονισμών του Ευρωκοινοβουλίου», είπε στην «Εφ.Συν.». «Επειδή η πίεση ήταν μεγάλη και ο χρόνος περνούσε, τελικά υπέγραψα το συμφωνητικό, με επιφύλαξη ωστόσο στα δύο αυτά σημεία σχετικά με τα επιδόματα του Ευρωκοινοβουλίου που ήθελε να ελέγξει το κόμμα», εξηγεί.
Ο Δημήτρης Παπαδάκης περιγράφει τον «πόλεμο» που ακολούθησε από την ηγεσία του κόμματός του, παρά την επανεκλογή του στη θέση του ευρωβουλευτή: «Εβγαλαν ένα βίντεο από τα κατεχόμενα για, υποτίθεται, παράνομη επαγγελματική μου δραστηριότητα, διέδιδαν ψέματα ότι δεν ήθελα να βοηθήσω το κόμμα, με πέρασαν από πειθαρχικό και τελικά με διέγραψαν», μας λέει. «Και να σκεφτείτε ότι στο πειθαρχικό, είχα προτείνει να ανασταλεί η διαδικασία για να αποταθούμε στο δικαστήριο, προκειμένου να αποφανθεί κατά πόσο η εν λόγω συμφωνία ήταν παράνομη. Ωστόσο, η απάντηση που πήρα από το κόμμα ήταν «ούτε λόγος».
Εν μιά νυκτί, προχώρησαν σε απόφαση διαγραφής μου -μεταξύ άλλων- γιατί αρνήθηκα να υλοποιήσω τους όρους της παράνομης συμφωνίας που «υποχρεώθηκα» να υπογράψω!», διηγείται. Ο Δημήτρης Παπαδάκης ζητούσε από το δικαστήριο και την αναίρεση της διαγραφής του από το κόμμα.
«Η δικαίωσή μου στο δικαστήριο καταρρίπτει τη βάση της καταγγελίας του προέδρου της ΕΔΕΚ κ. Σιζόπουλου, επί της οποίας ξεκίνησε η εσωκομματική διαδικασία εναντίον μου. Η απόφαση για τη διαγραφή μου ήταν μια προειλημμένη απόφαση η οποία στόχευε στην πολιτική μου εξόντωση», καταγγέλλει.
Η απόφαση του δικαστηρίου διαπιστώνει ότι η σύμβαση είναι παράνομη και άκυρη. «Η συμφωνία είναι τόσο ξεκάθαρη ως προς το νόημά της, που δεν είναι δυνατόν οποιαδήποτε από τα μέρη να μην είχαν αντιληφθεί ότι, με βάση το γράμμα και το πνεύμα της συμφωνίας, τα χρήματα που θα λάμβανε ο αιτητής ως ευρωβουλευτής θα αναλάμβανε να τα δώσει στο κίνημα, ώστε να συνεισφέρει στα έξοδα του κινήματος, για τη σύσταση γραφείου και για την εργοδότηση προσωπικού, αντί τα χρήματα αυτά να διατεθούν για τον σκοπό που επιτρέπεται να χορηγηθούν με βάση τον ευρωπαϊκό κανονισμό.
Η κατανόηση των δεδομένων ήταν τόσο ξεκάθαρη στα μέρη που ο αιτητής εξαναγκάστηκε να υπογράψει τη συμφωνία με τη δηλωθείσα επιφύλαξη ώστε να αποτρέψει τη δέσμευση που του επέβαλε η συμφωνία», αναφέρεται στην απόφαση.
Παραθέτοντας αποσπάσματα των κανονισμών, όπως και προηγούμενων παρόμοιων αποφάσεων, το δικαστήριο καταλήγει ότι οι συγκεκριμένες απαιτήσεις της επίμαχης συμφωνίας είναι παράνομες «και ο αιτητής, ως ευρωβουλευτής που είναι, εξαιρείται της υποχρέωσης της εκτέλεσης των όρων αυτών, επειδή ο σκοπός τέτοιας συμφωνίας είναι παράνομος και ως τέτοιος επιφέρει ακυρότητα της συμφωνίας».