Οι λογικές της αυστηρής λιτότητας έχουν αποτύχει, αυξάνοντας ραγδαία την ανεργία και την κοινωνική δυσπραγία δήλωσε στη συνέντευξη που παραχώρησε στο SigmaLive ο υποψήφιος ευρωβουλευτής της ΕΔΕΚ, Δημήτρης Παπαδάκης τονίζοντας ότι η πλήρης ιδιωτικοποίηση θέτει σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια της χώρας μας.
Γιατί αποφασίσατε να κατέλθετε ως υποψήφιος στις ευρωεκλογές;
Το ενδιαφέρον μου για την Ευρώπη ανέκαθεν ήταν διαχρονικό, εφόσον αποτελούμε μέρος της μεγάλης αυτής οικογένειας. Ως ευρωπαίος πολίτης, με δημοκρατικές αρχές και σοσιαλιστικό προσανατολισμό, εκτιμώ ότι η εκλογή μου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μπορεί να έχει θετική συνεισφορά τόσο για την πατρίδα μας, αλλά και για τον πολιτικό χώρο από τον οποίο προέρχομαι. Πιστεύω ότι με τις πολιτικές εμπειρίες που έχω αποκομίσει και τις προσωπικές διασυνδέσεις που έχω αναπτύξει στον ευρωπαϊκό χώρο όλα αυτά τα χρόνια, θα μπορέσω να ανταποκριθώ με επάρκεια στις απαιτήσεις του συγκεκριμένου αξιώματος.
Τα τελευταία χρόνια η οικονομική κατάσταση στην Κύπρο είναι δύσκολη. Ποιο πιστεύετε ότι είναι το μεγαλύτερο λάθος που έγινε ώστε να οδηγηθούμε στη σημερινή κατάσταση;
Το ότι φτάσαμε στη σημερινή δεινή οικονομική κατάσταση δεν ήταν ασφαλώς ένα μεμονωμένο γεγονός, αλλά συνέβαλαν διάφοροι λόγοι σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και διαφορετικά επίπεδα. Στο τεχνοκρατικό επίπεδο, αναντίλεκτα, οι ευθύνες του τραπεζικού συστήματος είναι ασήκωτες, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μερίδιο για την εκτόξευση του δημοσίου χρέους οφείλεται στα δικά τους τραγικά λάθη, παραλείψεις και χειρισμούς. Τεράστιες, επίσης, είναι και οι ευθύνες των τότε εποπτικών αρχών, οι οποίες προφανώς δεν ασκούσαν επαρκώς το ρόλο τους. Παράλληλα όμως, πολύ μεγάλες ευθύνες φέρει και το πολιτικό σύστημα. Η προηγούμενη Κυβέρνηση ελέγχεται για το γεγονός ότι ενώ όλα έδειχναν ότι βαδίζουμε στο χείλος του γκρεμού, επέλεξε συνειδητά την εγκληματική αδράνεια, μη λαμβάνοντας κανένα ουσιαστικό μέτρο και αφήνοντας την κατάσταση να φτάσει στο απροχώρητο.
Η παρούσα Κυβέρνηση ελέγχεται για τον ερασιτεχνισμό, την προχειρότητα και την έλλειψη σοβαρού πλάνου διαχείρισης της κατάστασης στα 2 Eurogroups, που οδήγησαν στο πρωτοφανές για τα παγκόσμια δεδομένα κούρεμα των καταθέσεων. Απ’ εκεί και πέρα, όπως βλέπουμε μέρα με τη μέρα απ’ όσα έρχονται στην επιφάνεια, η διαπλοκή και η διαφθορά που εξαπλώθηκε σαν γάγγραινα σε μεγάλο μέρος του πολιτικού και του οικονομικού κατεστημένου, συνέβαλε ουσιωδώς στο να διογκωθεί το πρόβλημα. Όταν τράπεζες έδιναν χαριστικά δάνεια σε πολιτικούς, όταν τραπεζίτες διορίζονταν Υπουργοί Οικονομικών, όταν κόμματα έπαιρναν μίζες μέσα από ύποπτες διαδρομές συναλλαγών κοκ, προφανώς κάποια στιγμή η φούσκα θα έσκαγε και θα φτάναμε εδώ που φτάσαμε.
Η οικονομική κατάσταση της χώρας οδήγησε μια μεγάλη μερίδα Κυπρίων στον ευρωσκεπτικισμό. Σύμφωνα μάλιστα με πρόσφατο δημοσίευμα της Economist το βιοτικό τους επίπεδο μειώθηκε κατά 13% από το 2004. Ποια είναι τελικά τα οφέλη της χώρας μας από τη συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ευρωζώνη και πως μπορεί να βοηθήσει την οικονομική κατάσταση της Κύπρου στο άμεσο μέλλον;
Είναι πολύ λογικό και αναμενόμενο, θα έλεγα, να αναπτύσσεται μια τάση ευρωσκεπτικισμού στον κόσμο, ειδικά μετά από όσα βιώσαμε πέρσι. Η τάση αυτή βέβαια δεν παρουσιάζεται αποκλειστικά στη χώρα μας, αλλά έχει σχεδόν πανευρωπαϊκή διάσταση. Οι λογικές της αυστηρής λιτότητας ως απάντηση στην οικονομική κρίση εκ των πραγμάτων έχουν αποτύχει, εφόσον έχουν αυξήσει ραγδαία την ανεργία, τη φτώχεια και την κοινωνική δυσπραγία. Το γεγονός ότι 27 εκατομμύρια Ευρωπαίοι συμπολίτες μας είναι σήμερα άνεργοι και 120 εκατομμύρια ζουν στα όρια της φτώχειας, επιβεβαιώνουν δυστυχώς του λόγου το αληθές.
Απ’ εκεί και πέρα όμως, αυτό δεν πρέπει να μας οδηγεί σε μια θέση πλήρους απαξίωσης της Ε.Ε. και των θεσμικών της οργάνων. Ήμασταν και παραμένουμε βαθύτατα ευρωπαϊστές, διότι θεωρούμε ότι εκεί ανήκουμε και εκεί μπορούμε να αναπτυχθούμε. Ως ΕΔΕΚ, αλλά και ως Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα, αγωνιζόμαστε για προοδευτική κατεύθυνση της Ευρώπης, μακριά από λογικές νεοφιλελεύθερης λιτότητας για να μπορέσει ξανά η νέα γενιά να αποκτήσει τα όνειρα της και να δημιουργήσει. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι μέσα και από το αποτέλεσμα των προσεχών ευρωεκλογών, θα μπορέσουμε να εργαστούμε για μια ΕΕ της δίκαιης κατανομής του πλούτου, με περισσότερες θέσεις εργασίας, χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς και που να έχει στο επίκεντρό της τον πολίτη.
Μη ξεκάθαρο είναι και το θέμα των ιδιωτικοποιήσεων. Η κυβέρνηση επανέφερε το νομοσχέδιο για ψήφιση χωρίς να προηγηθεί επαναδιαπραγμάτευση αναφέροντας ότι η Κομισιόν, μέσω του Επιτρόπου Όλι Ρεν, δεν αποδέχεται οποιαδήποτε επαναδιαπραγμάτευση στο θέμα των ιδιωτικοποιήσεων. Ωστόσο η Κομισιόν ξεκαθάρισε ότι «η απόφαση για τις ιδιωτικοποιήσεις πάρθηκε από την κυπριακή Κυβέρνηση». Πώς το σχολιάζετε;
Ως ΕΔΕΚ διαφωνούμε με το προτεινόμενο Νομοσχέδιο περί αποκρατικοποιήσεων, γιατί η φιλοσοφία του και ο στόχος του είναι η αδιάκριτη και οδηγεί στην πλήρη ιδιωτικοποίηση των ημικρατικών οργανισμών. Μια τέτοια εξέλιξη είναι ενάντια στο δημόσιο συμφέρον γιατί είναι οικονομικά ασύμφορη, πλήττει την πρόσβαση του πολίτη σε βασικά αγαθά και θέτει σε κίνδυνο σημαντικά θέματα εθνικής ασφάλειας της χώρας μας. Εκτιμώ ότι η Κυβέρνηση και σε αυτό το θέμα επέδειξε υπερβάλλοντα ζήλο σε σχέση με την άμεση εφαρμογή της πρόνοιας του Μνημονίου και αυτό δεν μπορεί παρά να είναι άλλη μια απόδειξη ότι επί της ουσίας οι Κυβερνώντες συμφωνούν με τη συγκεκριμένη πρόνοια, εφόσον άλλωστε αυτή ήταν και πάγια πολιτική τους θέση.
Αυτό που θα πρέπει να επιδιωχθεί είναι η διαφοροποίηση των προνοιών του Μνημονίου σε σχέση με τις ιδιωτικοποιήσεις. Υπάρχουν ισχυρά επιχειρήματα προς την κατεύθυνση αυτή, φτάνει η κυβέρνηση να έχει την πολιτική βούληση να πάρει ορθότερες αποφάσεις. Όσον αφορά τις καθ’ αυτές πρόνοιες του Νομοσχεδίου, ουσιαστικές τροποποιήσεις θα πρέπει να επιδιωχθούν κυρίως σε σχέση με τα δικαιώματα των εργαζομένων, αλλά και τα θέματα εθνικής ασφάλειας. Θα πρέπει εκ των προτέρων να εντοπιστούν όλα τα θέματα που άπτονται της εθνικής μας ασφάλειας και να εξαιρεθούν με τρόπο ρητό και αδιαμφισβήτητο από το εύρος των εργασιών των ημικρατικών οργανισμών που θα πωληθούν σε επενδυτές. Για πολλοστή φορά υπογραμμίζω ότι η Κυβέρνηση δεν θα πρέπει απλά να αρκείται στα εύσημα της Τρόικα, αλλά να διαβλέπει πρωτίστως το πώς διασφαλίζονται τα καλώς νοούμενα συμφέροντα του λαού και του τόπου μας.
Ένας από τους κύριους σκοπούς της ένταξης μας στην Ε.Ε ήταν η εξεύρεση λύσης για το κυπριακό πρόβλημα. Δέκα χρόνια μετά πως πιστεύετε ότι μπορεί να βοηθήσει η Ε.Ε και τι ρόλο μπορούν να διαδραματίσουν οι κύπριοι ευρωβουλευτές για μια «δίκαιη» λύση του κυπριακού;
Δέκα χρόνια μετά την ένταξή μας στην Ε.Ε. θεωρώ ότι δεν επιδιώξαμε ποτέ μέχρι σήμερα δυναμικά την ουσιαστική συμμετοχή της στη διαδικασία επίλυσης του εθνικού μας θέματος. Το κυπριακό είναι εκ των πραγμάτων ΚΑΙ ευρωπαϊκό πρόβλημα, εφόσον τα εμπλεκόμενα μέρη είναι αφ’ ενός ένα Κράτος-Μέλος της Ε.Ε. και ένα υποψήφιο προς ένταξη Κράτος. Η μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας που θα προκύψει μετά την οποιαδήποτε λύση, θεωρούμε ότι δεν μπορεί να φέρει στοιχεία που να έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο και συνεπώς η ενεργός συμμετοχή της Ε.Ε. στις διαπραγματεύσεις θεωρούμε ότι θα λειτουργούσε θετικά προς την κατεύθυνση αυτή.
Το αν και μέχρι ποιο βαθμό θα αφορά αυτή η εμπλοκή είναι ασφαλώς θέμα που εμπίπτει στις αρμοδιότητες της Κυβέρνησης, όχι των Ευρωβουλευτών. Οι 6 Κύπριοι Ευρωβουλευτές όμως έχουν πολύ σημαντικό ρόλο να διαδραματίσουν, δεδομένου ότι συμμετέχουν στις μεγαλύτερες πολιτικές ομάδες του Ευρωκοινοβουλίου και θεωρητικά μπορούν να ασκήσουν την ανάλογη επιρροή σε συναδέλφους τους. Για να καταστεί όμως αυτό εφικτό, οφείλουν να αναπτύσσουν συμμαχίες και να κτίζουν γέφυρες επικοινωνίας και να μην είναι μονοθεματικοί, έτσι ώστε να μπορούν να γίνουν πιο πειστικοί και να προωθούν πιο δυναμικά τις θέσεις μας, όχι μόνο σε σχέση με το κυπριακό, αλλά και σε σχέση με πλήθος άλλων θεμάτων που μας αφορούν και μας επηρεάζουν.
Σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις οι πολίτες δεν φαίνεται να πείθονται για την σημασία των ευρωεκλογών. Γιατί θα προτρέπατε τους πολίτες να προσέλθουν στις κάλπες;
Κατανοώ πλήρως το ευρύτερο αίσθημα απογοήτευσης που επικρατεί στην κυπριακή κοινωνία για την πολιτική και τους πολιτικούς. Η αποχή όμως δεν είναι λύση. Δεν μπορεί να αφήνονται τα πάντα στο έλεος του θεού να λειτουργήσουν από μόνα τους. Η ευρεία ισοπέδωση ευνοεί τους απατεώνες, δικαιώνει και αθωώνει τους ενόχους. Οι πολίτες οφείλουν πέραν της εύκολης και υπεραπλουστευμένης απαξίωσης του καναπέ, να μπορούν να διακρίνουν ποιοι πολιτικοί ήταν διαχρονικά απέναντι στα διεφθαρμένα κατεστημένα και να τιμωρήσει τους υπαίτιους της οικονομικής καταστροφής του τόπου.
Για μένα θα είναι αδιανόητο αν στις 26 του Μάη οι Κύπριοι συμπολίτες μας θα έχουν επικροτήσει (είτε διά της ψήφου τους, είτε διά της αποχής τους) πολιτικούς οι οποίοι συνέβαλαν στο να φτάσει ο τόπος μας στη σημερινή δεινή κατάσταση. Οι πολιτικές ευθύνες, όπου δεν αναλαμβάνονται, πρέπει να κατανέμονται. Και ο καλύτερος κατανεμητής των πολιτικών ευθυνών δεν μπορεί να είναι άλλος από τον κυρίαρχο λαό και τη ψήφο του. Είναι μία πρώτης τάξεως ευκαιρία οι πολίτες να στείλουν μηνύματα ότι όντως ενεργούν για να αλλάξουν πράγματα στον τόπο τους.
Με ποιον τρόπο θα διεκδικήσετε ένα καλύτερο αύριο για τους Κύπριους πολίτες, αν εκλεγείτε;
Στη μέχρι σήμερα πολιτική μου σταδιοδρομία ποτέ δεν μπήκα στη λογική του να δίνω φρούδες ανέξοδες υποσχέσεις στον κόσμο, απλώς και μόνο για να γίνω αρεστός. Έχοντας πλήρη επίγνωση των δυνάμεων και των δυνατοτήτων μου, θεωρώ ότι από τις 26 του Μάη θα ξεκινήσει μια νέα δυναμική εκπροσώπηση της Κύπρου και της ΕΔΕΚ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Πιστεύω ότι ο τόπος έχει ανάγκη από έντιμους, συνεπείς και δυναμικούς εκπροσώπους στην Ευρωβουλή, οι οποίοι να είναι πρόθυμοι να συγκρουστούν με συντηρητικά κατεστημένα. Με τη στήριξη του κόσμου, αισθάνομαι ότι έχω τις δυνατότητες να φανώ ένας αντάξιος εκπρόσωπος της εμπιστοσύνης του, έτοιμος να αγωνιστώ για μια Ευρώπη δημοκρατίας, κοινωνικής ευαισθησίας και αλληλεγγύης.
Πηγή: Sigmalive